διάξων
Смотреть что такое "διάξων" в других словарях:
διάξων — διάγω carry over fut part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάξων — διάγω carry over fut part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)